αικάλη

αικάλη
αἰκάλη, η (Μ)
κατά τον Ζωναρά «η απάτη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. συγγενές με το ρ. αἰκάλλω «κολακεύω, θωπεύω» και με το επίθ. αἰκάλος «ο κόλακας» κατά τον Ησύχιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἰκάλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αικάλλω — αἰκάλλω (Α) 1. θωπεύω, κολακεύω 2. (για σκύλους) κουνώ την ουρά κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Το ρ. (που χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) προέρχεται πιθ. από το ουσ. αἰκάλος «κόλακας» (Ησύχιος), χωρίς να αποκλείεται και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”